υποπληθυσμός

υποπληθυσμός
ο, Ν
(δημογρ.) διεργασία μείωσης τού πληθυσμού μιας χώρας, κατά την οποία οι θάνατοι υπερβαίνουν τις γεννήσεις, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι απώλειες που οφείλονται στη μετανάστευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”